ξαναβγαίνω

ξαναβγαίνω
1. βγαίνω πάλι, εξέρχομαι για δεύτερη φορά
2. (για έντυπο) επανεκδίδομαι, κυκλοφορώ εκ νέου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανεξέρχομαι — ἀνεξέρχομαι (Α) εξέρχομαι εκ νέου, ξαναβγαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεταβγαίνω — και ματαβγαίνω εξέρχομαι για δεύτερη φορά, ξαναβγαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”